ΕΡΓΟΔΟΣΙΑ - ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ ΓΣΕΕ Στην ίδια μεριά του τραπεζιού, απέναντι από τους εργαζόμενους

Η «κοινή δήλωση» των «κοινωνικών εταίρων» και το πόρισμα των «ειδικών» επιβεβαιώνουν την ταύτισή τους στον πυρήνα των ανατροπών που προβλέπονται για τα Εργασιακά
Κυβέρνηση, εργοδότες και εργατοπατέρες τη μέρα που συνυπέγραψαν την κοινή τους δήλωση για τα Εργασιακά

Κυβέρνηση, εργοδότες και εργατοπατέρες τη μέρα που συνυπέγραψαν την κοινή τους δήλωση για τα Εργασιακά
Ιεραρχώντας τα «όπλα», με τα οποία θα προσέλθει στη διαπραγμάτευση για τα Εργασιακά, ο υπουργός Εργασίας κατατάσσει πρώτο, την «κοινή δήλωση» που υπέγραψαν στις 19/7/2016 οι κοινωνικοί εταίροι (ΓΣΕΕ - ΣΕΒ - ΓΣΕΒΕΕ - ΕΣΕΕ - ΣΕΤΕ).Οπως λέει ο Γ. Κατρούγκαλος, η «κοινή δήλωση» είναι το βασικό διαπραγματευτικό χαρτί της κυβέρνησης, για να ανακόψει τις «ακραία νεοφιλελεύθερες» προτάσεις του ΔΝΤ και να υπερασπιστεί τάχα τα εργασιακά δικαιώματα, στη βάση του «ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου». Η κυβέρνηση βάζει το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα και λέει στους εργαζόμενους να κοιμούνται ήσυχοι!
Ομως, η «κοινή δήλωση» των «κοινωνικών εταίρων» και το πόρισμα των «ειδικών», με τα οποία πάει στη διαπραγμάτευση η κυβέρνηση, είναι ένα συνεκτικό πλέγμα θέσεων και προτάσεων που κατοχυρώνουν τα κεκτημένα του κεφαλαίου στη ζούγκλα της αγοράς εργασίας και ανοίγουν το δρόμο για νέες ανατροπές.

Στην πραγματικότητα, κυβέρνηση, εργοδότες, εργατοπατέρες και κουαρτέτο, κάνουν πράξη την πρόβλεψη του μνημονίου ότι «οι αλλαγές στις πολιτικές για την αγορά εργασίας δεν θα πρέπει να συνεπάγονται την επιστροφή σε παλαιότερα πλαίσια πολιτικής».
Οι προτάσεις που διατυπώνουν και μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ κλείνουν κάθε συζήτηση για ανάκτηση έστω και μέρους των απωλειών που είχαν οι εργαζόμενοι τα προηγούμενα χρόνια. Ας δούμε παρακάτω τα σημεία της κοινής δήλωσης των κοινωνικών εταίρων.
Οι «βέλτιστες πρακτικές»
Οπως γράφεται στο κείμενο, «οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών που υπογράφουν την ΕΓΣΣΕ συμφώνησαν τα εξής: Υπογραμμίζουν ότι ως "βέλτιστες πρακτικές" πρέπει να θεωρηθούν όσες εναρμονίζονται με το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και την προστασία των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, που προσδιορίζουν την ταυτότητα της Ευρώπης. Αναφέρονται στο κείμενο αρχών που υπέγραψαν οι ευρωπαϊκές οργανώσεις κοινωνικών εταίρων την 27/6/2016 με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή».
Ο μύθος των «βέλτιστων πρακτικών» καταρρίφθηκε πλήρως μετά τη δημοσιοποίηση του πορίσματος της επιτροπής, η οποία έκανε αυτό ακριβώς που της είχαν αναθέσει: Να εξειδικεύσει τις προτεινόμενες αλλαγές στην ελληνική νομοθεσία για τα Εργασιακά, με βάση τις «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ.
Με βάση αυτό το κριτήριο, η Επιτροπή κατέληξε στις εξής ενδεικτικές προτάσεις: Διαμόρφωση του κατώτερου μισθού με την καθοριστική συμβολή μιας «επιτροπής εμπειρογνωμόνων», που θα καθορίζει το εύρος των αυξήσεων ή και των μειώσεων με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, την πορεία της ανεργίας, τις προοπτικές της ανάπτυξης. «Σπάσιμο» στα δύο του κατώτερου μισθού, με τον μικρότερο υπο-κατώτερο να απευθύνεται στους μη έχοντες εργασιακή εμπειρία, όπως συμβαίνει σήμερα με τους νεότερους των 25 χρόνων.
Επίσης, μεγαλύτερη ευελιξία της αγοράς εργασίας, προκειμένου να δίνονται κίνητρα στον εργοδότη να καθυστερεί τις ομαδικές απολύσεις, κρίνοντας προσφορότερο να διαλέξει από μια τεράστια γκάμα ελαστικών σχέσεων εργασίας, που μειώνουν άμεσα και αποτελεσματικά το λεγόμενο «κόστος εργασίας». Κλαδικές συμβάσεις που στα λόγια θα εφαρμόζονται καθολικά και θα υπερισχύουν έναντι όλων των άλλων, αλλά, με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται, μετατρέπονται σε πουκάμισο αδειανό για τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα τους.
Επομένως, να πώς «κουμπώνει» το πόρισμα των ειδικών με την κοινή δήλωση των κοινωνικών εταίρων, αφού και τα δύο κείμενα έχουν για βάση την υπεράσπιση των αντεργατικών «βέλτιστων πρακτικών» της ΕΕ.
Κατώτερος μισθός στον πάτο
Σε άλλο σημείο της «κοινής δήλωσης», οι κοινωνικοί εταίροι «θεωρούν ότι δεν υφίσταται θέμα μείωσης του κατώτατου μισθού ή κατάργησης του 13ου και 14ου μισθού. Επισημαίνουν την ανάγκη ύπαρξης κοινωνικού διαλόγου, ούτως ώστε, μεταξύ άλλων, να συμφωνείται στο πλαίσιο της ΕΓΣΣΕ μεταξύ των κοινωνικών εταίρων ο ελάχιστος νόμιμος μισθός, με γενική και καθολική ισχύ για όλους τους εργαζομένους».
Εδώ γελάνε και οι πέτρες. Καταρχάς, η συμφωνία της ΓΣΕΕ ότι «δεν υφίσταται θέμα μείωσης του κατώτατου μισθού» επιβεβαιώνει την καθοριστική συμβολή της συνδικαλιστικής πλειοψηφίας στην καθήλωση των μισθών σ' αυτά τα άθλια επίπεδα. Ετσι, την ώρα που χιλιάδες εργαζόμενοι φυτοζωούν με 586 και 511 ευρώ μεικτά, η ΓΣΕΕ, αντί να διεκδικεί αυξήσεις, πόσο μάλλον την αποκατάσταση του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ, όπως γράφει στις ανακοινώσεις της για να ξεγελάσει τους εργαζόμενους, συμφωνεί με τους εργοδότες να μην πάει ο κατώτερος μισθός πιο κάτω από τον πάτο που βρίσκεται σήμερα!
Οσο για την «ανάγκη ύπαρξης κοινωνικού διαλόγου» για τον καθορισμό από τους κοινωνικούς εταίρους του κατώτερου μισθού, στην οποία συμφωνούν ΓΣΕΕ και εργοδότες, αποδείχτηκε από το πόρισμα των ειδικών ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις θα αποτελούν το κέλυφος μιας διαδικασίας διαμόρφωσης του κατώτερου μισθού, όπου οι εργαζόμενοι θα διαπραγματεύονται με σημαδεμένη τράπουλα σε βάρος τους, αφού στο πλευρό της εργοδοσίας προστίθεται και ένας τρίτος παίχτης, η επιτροπή των εμπειρογνωμόνων, που θα θέτει τα όρια της διαπραγμάτευσης.
Επομένως, το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για τις Συλλογικές Συμβάσεις γίνεται πιο ασφυκτικό για τους εργαζόμενους και ο συσχετισμός επιδεινώνεται σε βάρος τους, πολύ περισσότερο αν από τις ανατροπές στα Εργασιακά προκύψουν και νέα εμπόδια στην απεργία. Κάτω απ' αυτό το πρίσμα, καταλαβαίνει κανείς την ...αξία που έχουν οι διαβεβαιώσεις εργατοπατέρων και εργοδοτών για τη διατήρηση του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα.
«Ροκανίζουν» τα συνδικαλιστικά δικαιώματα
Στην κοινή τους δήλωση, οι κοινωνικοί εταίροι «συμφωνούν, τέλος, ότι ο ν. 1264/1982, πρέπει να εκσυγχρονιστεί, κυρίως ως προς την αντιμετώπιση πρακτικών κακής εφαρμογής του, χωρίς όμως να τίθεται σε αμφισβήτηση το δικαίωμα στην απεργία και στη συνταγματική προστασία συνδικαλιστικής δράσης».
Εδώ, επιστρέφουμε ξανά στο πόρισμα των «ειδικών», όπου οι διατυπώσεις είναι παρόμοιες, αλλά οι επεξηγήσεις είναι διαφωτιστικές. Τι γράφει το πόρισμα; Οτι η Επιτροπή «δεν βλέπει την ανάγκη για αυστηρότερους κανόνες σχετικά με τις απεργίες». Ωστόσο, η υπεράσπιση της ισχύουσας νομοθεσίας δεν γίνεται επειδή διασφαλίζει το δικαίωμα στην απεργία για τους εργαζόμενους, αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: Επειδή παρέχει στην εργοδοσία τη δυνατότητα, προσφεύγοντας στη Δικαιοσύνη, να αμφισβητήσει ευθέως τη νομιμότητα μιας απεργίας και είτε να την υπονομεύσει προληπτικά, είτε να επιβάλει τον τερματισμό της, πάντα στα όρια της ...«συνταγματικής προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης» που επικαλούνται και οι «κοινωνικοί εταίροι».
Σε κάθε περίπτωση, το πόρισμα καταλήγει με την επισήμανση ότι «εναπόκειται στον Ελληνα νομοθέτη να καθορίσει τις προϋποθέσεις της νόμιμης απεργίας σεβόμενος το συνταγματικό πλαίσιο». Δηλαδή, εναπόκειται στην κυβέρνηση να «διευκρινίσει» παραπέρα το αντι-απεργιακό νομικό πλαίσιο. Αλλά είναι και στο χέρι των δικαστηρίων, όταν προσφεύγει η εργοδοσία, να βρίσκουν τα κατάλληλα επιχειρήματα για να εμποδίσουν την κήρυξη μιας απεργίας ή για να επιβάλουν τον τερματισμό της.
Παρόμοια είναι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει και για το «λοκ άουτ» η Επιτροπή, παρά το γεγονός ότι «δεν βλέπει κάποιον επείγοντα λόγο για άρση της απαγόρευσης της ανταπεργίας».
Θυμίζουμε, τέλος, ότι και το πόρισμα των «ειδικών» ενθαρρύνει τον «κοινωνικό διάλογο» για αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο, συνδέοντάς τον άμεσα με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Οπως γράφεται, «δεδομένου ότι ορισμένα από τα θέματα αυτά συνδέονται στενά με τις στρατηγικές του κράτους για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και τη βελτίωση του συστήματος επαγγελματικής κατάρτισης, η ενίσχυση ενός ουσιαστικού και εποικοδομητικού τριμερούς κοινωνικού διαλόγου είναι απαραίτητη. Σε αυτό το πλαίσιο μια συζήτηση για τα προβλήματα του νόμου που αφορά στη συνδικαλιστική δράση μπορεί να είναι χρήσιμη».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις